ανανταγώνιστος

ανανταγώνιστος
-η, -ο (Α ἀνανταγώνιστος, -ον)
αυτός, με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος
αρχ.
1. ο δίχως μάχη, δίχως αγώνα
2. αυτός, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ο αδιαφιλονίκητος
3. αμιγής, αγνός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνανταγώνιστος — without a struggle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγωνίστως — ἀνανταγώνιστος without a struggle adverbial ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγώνιστον — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc sg ἀνανταγώνιστος without a struggle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγωνίστου — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγωνίστους — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγωνίστῳ — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγώνιστα — ἀνανταγώνιστος without a struggle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανταγώνιστοι — ἀνανταγώνιστος without a struggle masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՆՀԱԿԱՌԱԿԱՄԱՐՏ — ( ) NBH 1 0177 Chronological Sequence: 6c ա. Որ չունի զհակառակամարտ, կամ զնախանձընդդէմ. եւ անհամեմատ. ἁνανταγώνιστος *Իմաստնոց այլոց, որք զառաքինութիւնսն անհակառակամարտ ընկալան. Փիլ. իմաստն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”