- ανανταγώνιστος
- -η, -ο (Α ἀνανταγώνιστος, -ον)αυτός, με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, ανυπέρβλητος, ακαταμάχητοςαρχ.1. ο δίχως μάχη, δίχως αγώνα2. αυτός, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί, ο αδιαφιλονίκητος3. αμιγής, αγνός.
Dictionary of Greek. 2013.